Τομείς Εξειδίκευσης
Ενδείξεις: Το δυναμικό ηχωκαρδιογράφημα (stress echo) αποτελεί μια εξειδικευμένη διαγνωστική τεχνική που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση σημαντικών στενώσεων στις στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς που είναι δυνητικά επικίνδυνες (έμφραγμα μυοκαρδίου, αρρυθμίες, αιφνίδιος θάνατος). Σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε επέμβαση επαναιμάτωσης (μπαλονάκι, bypass) συμβάλλει στην έγκαιρη διάγνωση επαναστένωσης και τυχόν νέας επέμβασης. Σε ασθενείς με στένωση ή ανεπάρκεια βαλβίδων μπορεί να εκτιμήσει τη λειτουργικότητά τους, ώστε να αποφασιστεί η περαιτέρω θεραπεία. Επιπλέον συμβάλλει στην καλύτερη παρακολούθηση του ασθενούς μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Τεχνική: Το δυναμικό ηχωκαρδιογράφημα αποτελεί μια συνεχή ηχωκαρδιογραφική μελέτη κατά τη διάρκεια σωματικής (σε ύπτιο εργομετρικό ποδήλατο) ή φαρμακευτικής κόπωσης (ενδοφλέβια έγχυση δοβουταμίνης). Ανήκει στις μη-επεμβατικές τεχνικές με ιδιαίτερα υψηλή διαγνωστική αξία, πολύ υψηλότερη από το test κοπώσεως και ισάξια με το σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου, χωρίς όμως να εκθέτει τον ασθενή σε ακτινοβολία.
Εμπειρία: Ο Νικόλαος Καδόγλου έχει εκπαιδευτεί σε νοσοκομεία του Λονδίνου στην τεχνική αυτή από το 2014. Έχει λάβει σχετική πιστοποίηση από το Υπουργείο Υγείας και έχει εκτελέσει έως τώρα περισσότερες από τρεις χιλιάδες μελέτες ως ειδικός καρδιολόγος.
Το διοισοφάγειο ηχωκαρδιογράφημα είναι μία ειδική εξέταση που πραγματοποιείται από πιστοποιημένο ιατρό για να διερευνηθούν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια οι καρδιακές κοιλότητες, οι βαλβίδες και τα μεγάλα αγγεία της καρδιάς. Η εξέταση αυτή είναι αναγκαία επειδή σε ορισμένες δεν είναι δυνατή η λήψη ικανοποιητικής ποιότητας ηχωκαρδιογραφικών εικόνων της καρδιάς με τον διαθωρακικό ηχωκαρδιογράφημα. Επομένως η εξέταση αυτή ενδείκνυται για καλύτερη μελέτη των καρδιακών βαλβίδων, ιδίως σε ασθενείς που έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε εμφύτευση προσθετικής καρδιακής βαλβίδας, για διερεύνηση παρουσίας θρόμβων (π.χ. μετά από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο), για ανίχνευση μαζών ή εκβλαστήσεων στην καρδιά. Για τη λήψη των εικόνων απαιτείται επομένως η εισαγωγή ενός εύκαμπτου ηχοβολέα από τον οισοφάγο ο οποίος βρίσκεται πίσω από την καρδιά και η χρήση υψηλής συχνότητας ηχητικών κυμάτων. Η διαδικασία αυτή είναι παρόμοια με εκείνη που ακολουθείται σε μία γαστροσκόπηση.
Η αξιολόγηση της μυοκαρδιακής παραμόρφωσης της αριστερής κοιλίας αποτελεί ένα όλο και πιο αναπτυσσόμενο χώρο της καρδιακής απεικόνισης, καθώς μπορεί δυνητικά να ξεπεράσει πολλούς από τους περιορισμούς της ογκομετρικής ανάλυσης κατά την αξιολόγηση της συστολικής λειτουργίας της αριστερής κοιλίας. Η δισδιάστατη παραμόρφωση και πιο πρόσφατα η τρισδιάσταση παραμόρφωση με τη μέθοδο της ανίχνευσης ηχωγενών ψηφίδων (speckle tracking) επιτρέπει την εκτίμηση της μυοκαρδιακής παραμόρφωσης σε τρεις κατευθύνσεις (επιμήκης, εγκάρσια και κυκλοτερής), χωρίς αυτή να επηρεάζεται από τη γωνία του υπερηχητικού κύματος. Σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο η επιμήκης παραμόρφωση της αριστερής κοιλίας για την πρώιμη εκτίμηση της συστολικής λειτουργίας της αριστερής κοιλίας, όταν οι οποιεσδήποτε διαταραχές δεν είναι εμφανείς οπτικά στο διαθωρακικό ηχωκαρδιογράφημα. Αποτελεί εξειδικευμένη τεχνική η οποία προς το παρόν συστήνεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες καρδιακών παθήσεων π.χ. ασθενείς που λαμβάνουν δυνητικά καρδιοτοξική χημειοθεραπεία.
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μία από τις σύγχρονες «επιδημίες» στο δυτικό κόσμο για τις περισσότερες εισαγωγές ασθενών άνω των 65 ετών στο νοσοκομείο. Αποτελεί την τελική έκφραση πολλών άλλων καρδιακών παθήσεων (π.χ. αρτηριακής υπέρτασης, στεφανιαίας νόσου, βαλβιδοπαθειών), συνδέεται με μειωμένη απόδοση της καρδιάς και οδηγεί σε πολύ υψηλά ποσοστά θανάτου, ειδικά όταν δεν γίνεται έγκαιρα η διάγνωσή της. Στην Ελλάδα οι πάσχοντες από καρδιακή ανεπάρκεια εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 200.000, ενώ πανευρωπαϊκά 14 εκατομμύρια άτομα πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια, με 3.6 εκατομμύρια ασθενείς να διαγιγνώσκονται με την πάθηση αυτή σε ετήσια βάση. Η σύγχρονη φαρμακευτική και επεμβατική θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας έχει αυξήσει σημαντικά το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών αυτών και έχει βελτιώσει επίσης την ποιότητα ζωής τους. Βασικό συστατικό μιας επιτυχημένης διαχείρισης ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια είναι η εντατική παρακολούθηση και θεραπεία από εξειδικευμένο προσωπικό, αφού παγκοσμίως έχει αποδειχτεί ότι σε εξειδικευμένα ιατρεία ή νοσοκομειακά κέντρα οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια πηγαίνουν πολύ καλύτερα από ότι εκείνοι που δεν τυγχάνουν εξειδικευμένης παρακολούθησης. Μία εξειδικευμένη διαχείριση περιλαμβάνει συχνή παρακολούθηση κλινική και με ένα πλέγμα εξετάσεων, «επιθετική» φαρμακευτική θεραπεία και τυχόν επεμβατικές τεχνικές (π.χ. εμφύτευση αμφικοιλιακών βηματοδοτών) όπου αυτές κρίνονται αναγκαίες.
Οι κληρονομικές μυοκαρδιοπάθειες αποτελούν όχι συχνές καρδιακές παθήσεις (π.χ. υπερτροφική, διατατική, περιοριστική, μη συμπαγές μυοκάρδιο, αρρυθμιογόνος δυσπλασία κλπ) με σημαντική επίπτωση σε νεαρά άτομα και στις οικογένειές τους. Στόχος της εξειδικευμένης διαχείρισης ασθενών με κληρονομικές μυοκαρδιοπάθειες είναι η εφαρμογή των βέλτιστων διαγνωστικών τεχνικών για την παρακολούθηση και ολοκληρωμένη καθοδήγηση των ασθενών και των συγγενών τους π.χ. μέσα από μία σειρά εξειδικευμένων εξετάσεων που περιλαμβάνει ηχωκαρδιογράφημα, δοκιμασία κοπώσεως, ειδικό βιοχημικό έλεγχο, μαγνητική καρδιάς και γενετική καθοδήγηση. Επιπλέον περιλαμβάνεται η εφαρμογή εξειδικευμένων θεραπευτικών πρωτοκόλλων για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και τη μείωση της πιθανότητας αιφνίδιου θανάτου.
Ο εμφυτεύσιμος-καρδιομετατροπέας απινιδωτής (ICD) είναι μία συσκευή, η οποία προορίζεται για τον τερματισμό κακόηθων ταχυ-αρρυθμιών (κοιλιακή ταχυκαρδία, κοιλιακή μαρμαρυγή) που είναι απειλητικές για τη ζωή των ασθενών. Συστήνεται σε ασθενείς με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια ή σε ασθενείς στους οποίους έχει αποτραπεί αιφνίδιος θάνατος χωρίς να προ-υπάρχει υποκείμενη διορθώσιμη αιτία. Ο απινιδωτής αποτελείται από δύο βασικά τμήματα: 1) τα καλώδια και 2) την ηλεκτρική γεννήτρια. Η διαδικασία εμφύτευσής του είναι παρόμοια με εκείνη ενός απλού βηματοδότη. Δηλαδή διαμέσου ενός μείζονος φλεβικού αγγείου του θώρακα (υποκλείδιος ή κεφαλική φλέβα) προωθούνται τα καλώδια στις δεξιές καρδιακές κοιλότητες. Τα καλώδια επομένως στο ένα άκρο τους βρίσκονται σε συνεχή επαφή (εμφύτευση) στο μυοκάρδιο και με το άλλο άκρο τους συνδέονται με την ηλεκτρική γεννήτρια. Η τελευταία τοποθετείται υποδόρια, συνήθως στο θώρακα. Η επέμβαση εμφύτευσης γίνεται υπό τοπική αναισθησία και ο ασθενής μπορεί μετά από μία μέρα νοσηλείας να πάει σπίτι του. Ο εμφυτεύσιμος-καρδιομετατροπέας απινιδωτής έχει τρεις βασικές λειτουργίες: 1. Την αίσθηση των ηλεκτρικών σημάτων της καρδιάς και άρα την αναγνώριση αρρυθμιών. 2. Την αυτόματη βηματοδότηση όταν ο αριθμός των καρδιακών παλμών μειωθεί κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο. 3. Τη θεραπεία κοιλιακών ταχυ-αρρυθμιών είτε με αντι-ταχυκαρδιακή βηματοδότηση είτε με απινίδωση (shock). Τα οφέλη από την εμφύτευση ενός απινιδωτή έχουν τεκμηριωθεί από πολλές μελέτες τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Η αμφικοιλιακή βηματοδότηση ή θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού (CRT), είναι μία αποδεδειγμένα αποτελεσματική θεραπεία στην αντιμετώπιση ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια και αποκλεισμό σκέλους (αριστερού ή δεξιού). Υπάρχουν ακόμα ορισμένες πιο σπάνιες ειδικές ενδείξεις εμφύτευσης των συστημάτων αυτών. Εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πάσχουν από συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Η αποτελεσματικότητα των συστημάτων αυτών έγκειται αφενός στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και αφετέρου στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Η σωστή εμφύτευση και η βελτιστοποίηση της λειτουργίας τους αποτελούν τα βασικά συστατικά για μια αποτελεσματική θεραπεία.
Η αξονική στεφανιογραφία είναι μια αναίμακτη απεικονιστική μέθοδος, σύντομης διάρκειας που βρίσκει όλο και μεγαλύτερη εφαρμογή στην καθημερινή κλινική πράξη. Με σχετικά απλό τρόπο μπορεί να απεικονίσει την ανατομία του δικτύου των στεφανιαίων αγγείων, την παρουσία ανωμαλιών των αγγείων του θώρακα και το πιο σημαντικό μπορεί να αναδείξει την παρουσία αθηρωματικών πλακών στα στεφανιαία αγγεία. Επίσης με τη σωστή εφαρμογή της μπορεί να δώσει πληροφορίες για τη σύσταση των αθηρωματικών πλακών (μαλακών, αποτιτανωμένων, μικτής υφής) καθώς και του είδους της παραμόρφωσης που προκαλούν στα στεφανιαία αγγεία (θετική- αρνητική αναδιαμόρφωση). Οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές τόσο για τη διάγνωση όσο και το θεραπευτικό χειρισμό των ασθενών.